που είχε σαν θέμα τη διαστρεβλωμένη οπτική γωνία. Το παραθέτω εδώ, γιατί κάποια πράγματα δεν πρέπει να τα ξεχνάμε, γιατί κάποιοι άνθρωποι επιμένουν να τα παίρνουν όλα στ' αστεία, και γιατί μας αφορά άμεσα. Ίσως δεν είμαι αρμόδια για να θίξω κάτι τέτοιο αλλά αναλαμβάνω την ευθύνη.
«Είναι θετικό», το είπα έτσι, χωρίς συναίσθημα, με τα μάτια μου καρφωμένα στην Κατερίνα.
«Όχι, δεν είναι δυνατόν», το άρπαξε με βία απ’ τα χέρια μου και το κοίταζε για αρκετή ώρα. Πήρε τις οδηγίες στα χέρια της και κοιτούσε πότε το στυλό και πότε το χαρτί, αρνούμενη να πιστέψει το αυτονόητο.
Σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα να αντιδράσω. Πώς όμως; Δεν ένιωθα τίποτα. Η άλλη φίλη μου, η Ελένη, περίμενε…την αντίδρασή μου μάλλον. Ξαναπήρα στα χέρια μου το στυλό, το κοίταξα για λίγο, και έβαλα τα κλάματα. Σφάδαζα ακουμπισμένη στο τραπεζάκι της κουζίνας, με λυγμούς να ξεφεύγουν από τα βάθη του λαιμού μου. Ήταν τόσο εύκολο! Αυτό περίμεναν άλλωστε. Πώς αλλιώς θα μπορούσε ν’ αντιδράσει μια φοιτήτρια της σύγχρονης εποχής μπροστά σ’ αυτή την απειλή; Μέσα μου όμως δεν έκλαιγα, δεν πονούσα. Δεν ήταν δικό μου βίωμα, ήταν κάποιας άλλης. Μιας ηρωίδας σε σαπουνόπερα της τηλεόρασης.
Η Ελένη φάνηκε ικανοποιημένη από την αντίδραση και ήρθε η σειρά της να μιλήσει.
«Λοιπόν, δε χρειάζεται να ανησυχείς, θα το αντιμετωπίσουμε. Δες το σαν μια αρρώστια που πρέπει να καταπολεμήσεις. Θα…»
«Αν συνεχίσεις θα σε χτυπήσω», φάνηκε σαν λογική απόκριση για μένα. Είχαν συνηθίσει σε τέτοιου είδους δηλώσεις από μένα. Ήμουν καλή στο θέατρο, γαμώτο. «Χρειάζομαι ένα τσιγάρο» είπα, και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο της Ελένης, όπου είχαμε όλα τα σύνεργα.
Η φωνή της με ακολούθησε, «Ναι, είναι αυτό που χρειαζόμαστε όλες μας αυτή τη στιγμή».
Κάθισα στο γραφείο και άρχισα να στρίβω, αργά και με προσοχή, λες και εκτελούσα κάπου είδους ιεροτελεστία. Τρία χαρτάκια, λίγος καπνός αρωματικός, έτοιμες τζιβάνες, χόρτο ελληνικό, απ’ το καλό. Γύρισα στην Ελένη, που κοίταζε τα χέρια μου μαγεμένη και σιωπηλή, και της χαμογέλασα.
«Αυτό καλή μου είναι μόνο για μένα. Στρίψτε άλλο, δικό σας», το άναψα και άρχισα να λέω αστειάκια με μωρά και φουσκωμένες κοιλιές. Πριν περάσουν λίγα λεπτά, η Κατερίνα μπήκε στο δωμάτιο και μας είδε πεσμένες στο πάτωμα, λυμένες στα γέλια. Μπήκε κι εκείνη στο κόλπο και τα γέλια μας αντηχούσαν σ’ όλη την πολυκατοικία. Ακόμα κανένα συναίσθημα δε μ’ επισκέφτηκε. Τίποτα. Ούτε χαρά, ούτε λύπη. Ούτε καν αυτό το μούδιασμα που λένε ότι νιώθεις μετά από ένα μεγάλο σοκ. Κάποιος άλλος υποδείκνυε στο σώμα τι να κάνει, στο στόμα μου τι να πει. Εγώ έλειπα. Ήμουν λίγα μέτρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας και παρακολουθούσα το κουφάρι μου να διασκεδάζει τις φίλες μου. Ούτε που είχαν καταλάβει ότι δεν ήμουν μαζί τους. Απορούσαν, βέβαια, πώς μπορούσα να έχω τέτοια διάθεση και θαύμαζαν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζα την κατάσταση. Κάποια στιγμή – μου ήταν αδύνατο να κατανοήσω πόσος χρόνος περνούσε – άνοιξε η πόρτα. Ήταν η συγκάτοικος των κοριτσιών, η Στέλλα, μαζί με την καλή μας φίλη την Άρτεμη.
«Σου το είπα ρε Στέλλα, οι ηλίθιες μας έκαναν πλάκα», τα λόγια της Άρτεμης πυροδότησαν ένα νέο κύμα γέλιου σ’ εμάς. Χτυπιόμασταν κυριολεκτικά στο πάτωμα, δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε. Η Κατερίνα συνήλθε πρώτη και έσπευσε να μας δικαιολογήσει.
«Όχι, αλήθεια είναι. Η ονειροπαρμένη της παρέας γκαστρώθηκε», κι άλλα γέλια, «απλά όπως συνηθίζει, έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να αντιμετωπίζει καταστάσεις». Δε φάνηκαν να πείθονται. Πάλι κατάλαβα πως έπρεπε να μιλήσω. Δεν ήταν και δύσκολο, με κοίταζαν επίμονα. Έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα. Τι λένε σε τέτοιες περιπτώσεις; Όπως πάντα, έφερα στο νου μου πρότυπα ανθρώπων σε ανάλογες καταστάσεις. Είχα συνηθίσει από μικρή και δε μου έπαιρνε πολύ ώρα.
«Εσύ δεν επέμενες να κάνω το τεστ σήμερα;», είπα κοιτάζοντας περιπαικτικά την Άρτεμη. «Ε, λοιπόν το έκανα. Και τα αποτελέσματα βρίσκονται στο τραπεζάκι της κουζίνας. Δες και μόνη σου αν δε με πιστεύεις».
Δε με πίστεψε. Αφού είδε με τα μάτια της την αλήθεια των λόγων μας, επέστρεψε στο δωμάτιο και σιωπηλή, άρχισε να στρίβει ένα νέο τσιγάρο. Μέσα σε λίγη ώρα η ευθυμία επέστρεψε στο δωμάτιο, ανανεωμένη από τις δύο νέο-αφιχθείσες. Η Στέλλα μας διάβαζε ένα κομμάτι απ’ το εγχειρίδιο ψυχολογίας, σύμφωνα με το οποίο υπήρχε ένα όνομα για το πώς φερόμουνα. Νομίζω λεγόταν «απομάκρυνση», διαδικασία κατά την οποία ο πάσχων μετέφερε το πρόβλημά του κάπου αλλού, ίσως σε κάποιο άλλο άτομο, για να προστατευτεί από το σοκ. Ο άλλος μου εαυτός, αυτός που βρισκόταν από πάνω και μας κοιτούσε, άρχισε να ενδιαφέρεται. Ναι, τώρα κάτι ένιωθα να τρυπώνει μέσα μου, μια υποψία συναισθήματος. Το διασκέδαζα με πολλή δόση ειρωνείας, είναι η αλήθεια. Το βράδυ τελείωσε αρκετές ώρες αργότερα, με όλες μας πολύ μαστουρωμένες και σουρωμένες για να πάμε σπίτια μας και αφού ενημέρωσα και τον υποψήφιο πατέρα, λιώσαμε στον ύπνο.
…………………………………………………………………………………………..
Για αρκετό διάστημα συνέχισα να υποδεικνύω στον εαυτό μου αντιδράσεις και λόγια για την κάθε στιγμή, ενώ συγχρόνως πάσχιζα να αισθανθώ κάτι από όλα αυτά. Ούτε καν η απόγνωση για την έλλειψη συναισθημάτων δεν υπήρχε. Όλα έδειχναν να είναι σαν μια καλοστημένη ταινία, αλλά δεν έβλεπα πουθενά το τέλος της. Ακόμα και την ώρα της επέμβασης – κατά την οποία ήλπιζα τουλάχιστον να νιώσω λίγο φόβο – ήμουν νηφάλια και υπολόγιζα την κάθε μου λέξη και κίνηση. Έβλεπα στα πρόσωπα των γιατρών τη γνώμη τους για μένα. Ένα συμπαθητικό, τρομαγμένο κοριτσάκι, άτυχο και απροστάτευτο. Ήθελα να τους φωνάξω «μακάρι να ‘μουνα», αλλά δεν το έκανα. Μόνο κάτι χαζές ερωτήσεις, αν θα πονέσω, αν θα έχει επιπτώσεις στο σώμα μου η επέμβαση.
…………………………………………………………………………………………...
Δεν ξαναγύρισα ποτέ στο σώμα μου. Συνεχίζω να με κοιτάζω από ψηλά και να υιοθετώ συμπεριφορές άλλων, φυσιολογικών ανθρώπων. Ένα άδειο κέλυφος, χωρίς ψυχή, με μόνη συντροφιά ένα ψυχρό και υπολογιστικό μυαλό, που εκτελούσε τις απαραίτητες διεργασίες για να μην υποψιαστεί κανείς τίποτα. Κούφιο. Κενό