Book Depository Search

Free Delivery on all Books at the Book Depository

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 16, 2009

Το παιχνίδι της ζωής

Σίγουρα το έχω ξαναπεί, άλλωστε μου αρέσει η επανάληψη, ίσως όμως όχι εδώ. Κι αν όμως το 'χω ξαναπεί, τι πειράζει (ποιος κοιτάει τα παλαιότερα αφού);

Κι είναι πράγματι ένα παιχνίδι ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Από τότε που μετακόμισα στην Αθήνα, με συγκάτοικο, στο όμορφο κουκλίστικο σπιτάκι μας (γούτσου μωρέ) είμαι συνεχώς με την εντύπωση ότι παίζω. Κάποιο παιχνίδι, στο θέατρο, σε ταινία, σε βιβλίο. Όχι, μη φοβάσαι, δε θα μιλήσω πάλι για πρόσωπα και προσωπεία και μάσκες και ρόλους και τα σχετικά, αυτό στα δεκαεπτά. Τώρα δα, στα εικοσιέξι και κοιτάζοντας τα τριάντα (γεια σας τριάντα να μείνετε εκεί που είστε, δεν έρχομαι κοντά σας λέω!), η σκέψη μου δεν έγινε πιο ώριμη και μεστή, μόνο μειάστηκε από την αυτολογοκρισία και το φόβο της απόρριψης.

Αυτό είναι άσχετο με το αρχικό θέμα βέβαια αλλά δε βρήκα ακόμα το στόχο μου. Ξυπνάω που λες κάθε μέρα (ευτυχώς δεν το ξέχασα ποτέ), ανοίγω το ντουλαπάκι, φτιάχνω καφεδάκι. Στο σπιτάκι το ωραίο, μην ξεχνιόμαστε. Αν δουλεύω πρωί, την κοπανάω τρέχοντας. Αν είμαι απογεματινή, αράζω στο pc (ώπα και ρίμα η δικιά σου!). Πίνω καφέ, καπνίζω τσιγάρα, χαζεύω στο net. Γράφω κιόλας - αμέ, τι με πέρασες. Προσπαθώ δηλαδή, γιατί η υπομονή μου είναι μειωμένη. Παίρνω και κανά τηλεφωνάκι.

Οκ, ώρα για δουλειά: καλημέρα-καλησπέρα. Στη μία που πηγαίνω εσπέρα θεωρείται, αλλά ας συγχωρήσουμε τον κόσμο που μέχρι τις πέντε λέει ακόμα καλημέρα - το χειμώνα που νυχτώνει νωρίς, γιατί το καλοκαίρι και μέχρι τις 8 μη σου πω. Να μη στο πω. Αφήνω πραγματάκια, γδύνομαι (όχι εντελώς, δε δουλεύω σε στριπτιτζάδικο), παίρνω βαθιά ανάσα και βουτάω στην εργασιακή πισίνα. Το καλό είναι ότι μ' αρέσει η δουλειά μου. Πουλάω βιβλία, ενίοτε και ιδέες αλλά δε με πληρώνουν οι μαλάκες. Μιλάω με τον κόσμο, τους λογικούς και συζητήσιμους μόνο, στους άλλους στεγνή εξυπηρέτηση και άμα. Πιάνουμε βαθυστόχαστες συζητήσεις με τους συναδέλφους κι έπειτα τις ευτελίζουμε παντελώς για να περάσει η ώρα. Κάνουμε εξομολογήσεις, λέμε κουτσομπολιά, κάπου-κάπου και ψυχοθεραπεία γίνεται: κλασικές καταστάσεις. Μίση και πάθη, συμπάθειες και εμπάθειες, όπως παντού. Κάθε μέρα και άλλα. Ωσάν καινούρια διασκεδάζω, ελπίζω να μην αλλάξει αυτό.

Σχολάω, φεύγω, γεια σας. Θα ξαναγυρίζω άραγε, κανείς δεν ξέρει. Υποθέσεις μόνο γίνονται. Έπονται οι επιλογές: το αγόρι μου, η κολλητή μου, η συγκάτοικός μου, οι λοιποί φίλοι μου; Κάθε μέρα αποφασίζουμε, ανάλογα με τις ανάγκες όλων. Ποιον κόβεσαι να δεις; Ποιος σκίζεται για να σε δει. Οι παράμετροι άπειρες. Μαρυγορώ όμως...

Κάθε φορά που οδηγώ αυτοκίνητο - που παρεμπιπτόντως κατά τη μανούλα ήταν η πρώτη λέξη που είπα -, σπάνια δηλαδή, είμαι σαν σε οθόνη arcade: στρίβω τιμονάκι, στρίβει αυτοκινητάκι. Πατάω κουμπάκι, ανάβει φωτάκι. Σβήνει η μηχανή, βρίζουν αυτόν με το Ν. Το καλύτερο μου το είχε πει ένας στο Χαλάνδρι, που προσπαθούσα να οδηγήσω (σε ευθεία παρακαλώ) το απίστευτα σκληρό του-του της Μαριλούς, τον Προκόπη. "Μάθε πρώτα να οδηγείς και μετά πάρ'το", μου λέει. "Αν δεν οδηγήσω, ρε παπάρα πώς θα μάθω", απήντησα εγώ. Αλλά δεν άκουσε ο κύριος, η παπαριά λόγω ποσότητος είχε γίνει μάζα κεριού που βούλωσε τ' αυτιά του. Είναι ρε γαμώτο, που μερικοί άνθρωποι γεννιούνται οδηγοί. Εμένα με ρώτησαν, πριν βγω απ' τη μήτρα, ποια μοναδική ικανότητα θα ήθελα να έχω κι απάντησα "θέλω να λέω και να γράφω τις καλύτερες πίπες του κόσμου, μπορώ;" "Μπορείς," είπε μια μπάσα φωνή (αυτή που κάνει τα σποτάκια για τα trailer ταινιών) κι ευθύς με ρίξανε στο βούρκο. Μαλακία, δεν είπα οδήγηση η χαζή...

Κάπου εδώ, λέω να φύγω. Δεν είμαι και καλή στην αποφώνηση, ψάχνω εντυπωσιακό κλείσιμο και βρίσκω χλιαρό κάτω του μετρίου. Γι αυτό κλέβω και την αγαπημένη μου φράση:

Thank you and Goodnight!

Σάββατο, Δεκεμβρίου 12, 2009

Τυροπιτάκια (κατ.)

Ξύπνησα το πρωί, με τρελό πονοκέφαλο. Είχα ανάγκη από nescafeΐνη, μόνο που δεν υπήρχε. Είχε από έναν άλλο καφέ - τον καλό που λέει η φίλη μου - και τι να κάνω; Τον ήπια. Μόνο που εγώ στον καφέ, το ζεστό, βάζω κι ένα παγάκι - να μπορώ να τον πιω αμέσως. Άνοιξα την κατάψυξη κι εκεί βρίσκονταν, τα κατεψυγμένα τυροπιτάκια, που χρησιμοποιούμε συνήθως για πρωινό.

Ο Αντωνάκης, όταν μας επισκεπτόταν Αθήνα, μας φρόντιζε. Μας χάιδευε τα μαλλάκια όταν ξερνούσαμε απ' τα ξύδια που ο ίδιος μας είχε πείσει να πιούμε - ναι, ναι, έπρεπε να μας πείσει κιόλας.. Μας ξυπνούσε το πρωί γλυκά, φτιάχνοντας καφέ, μιλώντας χαμηλόφωνα αλλά με απίστευτη όρεξη (πού την έβρισκε;). Και μας έψηνε τα τυροπιτάκια. Που πάντα καιγόντουσαν, κανείς δεν έδινε σημασία την ώρα που πίναμε τον καφέ μας και λέγαμε τις πρωινές χαζομαρίτσες.

Είδα τα τυροπιτάκια σήμερα κι ήθελα να κλάψω. Ήθελα να πω στη φίλη μου τι θυμήθηκα, αλλά δεν είχα το κουράγιο, γιατί να της χαλάσω τη μέρα; Κι ελπίζω να μην το διαβάσει καμιά τους αυτό, είναι κρίμα.

Έχω ανάγκη να μιλάω για κείνον, κι όποιος δεν έχει καταλάβει μέχρι τώρα ότι ο Αντώνης μου έχει πεθάνει, είναι απλά ηλίθιος. Δε θα μου ξαναφτιάξει τυροπιτάκια, δε θα μου ξαναχαϊδέψει τα μαλλιά, δε θα μου ξανασπάσει τα νεύρα με τις καπιταλιστικές του μαλακίες και την εγωπάθειά του.

Και αν αναρωτιέται κανείς γιατί να πρέπει να τον ενδιαφέρουν τα τυροπιτάκια, δεν έχω κάτι να πω. Τον αγαπώ και θέλω να του πω αντίο, αλλά δε θέλω...

Υ.Γ: Άραγε κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο απίστευτο; Πιο σουρεάλ, λιγότερο αληθινό.