Book Depository Search

Free Delivery on all Books at the Book Depository

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2006

Μικρό διάλειμμα για λίγο...Συναισθηματικό Επίδεσμο

Όταν μου μίλησες για πρώτη φορά για τον πόνο σου, ήθελα να κλείσω τα αυτιά μου. Ήθελα να σε φιμώσω, να σε κάνω να το βουλώσεις. Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να γλιτώσω από τις αλήθειες σου, ήθελα να σε πονέσω, να σου κάνω κακό. Πώς γίνεται να μιλάς τόσο ανοιχτά για τα βιώματά σου, για τις εμπειρίες σου; Πώς είναι δυνατόν να μου εμπιστεύεσαι τόσο προσωπικά δεδομένα της ζωής σου; Πώς ήξερες ότι θα τα κρατούσα για μένα, ότι δε θα τα μοιραζόμουν, ότι δε θα κουτσομπόλευα πίσω απ’ την πλάτη σου τα όσα μου διηγήθηκες; Είπα: «τέτοια τυφλή εμπιστοσύνη; Δεν μπορεί, κάποιο λάκκο έχει η φάβα» ή «τέτοια αθωότητα!» ή «πρέπει να είμαι πολύ γαμάτος άνθρωπος τελικά».

Πολύ αργότερα, κατάλαβα ότι δεν εμπιστευόσουν εμένα αλλά τον εαυτό σου. Δε σε πείραζε να ανοιχτείς γιατί δε φοβόσουν να πληγωθείς. Ήθελες να μοιραστώ τα όσα έμαθα από σένα με άλλους, φίλους και εχθρούς. Με χρησιμοποίησες, και εμένα αλλά και όποιον είχε την α-τυχία να σε γνωρίσει, ως κοινωνούς της διδαχής σου. Τι εγωισμός, ω λόρδε, να πιστεύεις ότι μπορείς να διδάξεις; Ήταν όμως εγωισμός ή αυτεπίγνωση; Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω; Έχεις αγγίξει την τελειότητα; Όχι, ούτε καν την ακούμπησες. Αλλά ούτε σ’ ενδιέφερε και ποτέ.

Ίσως η τελειότητα να μην υπάρχει ή να μην αξίζει. Ίσως να είναι αδυναμία κι όχι δύναμη. Ίσως πάλι ποτέ να μη σκέφτηκες τα όσα σκέφτηκα και απλά να τρελαίνομαι. Ίσως αυτό που χρειαζόσουν να ήταν κάτι χειροπιαστό: όπως ένας επίδεσμος που τον κρατάει ένα χέρι λυτρωτικό. Αυτό το ίδιο χέρι που θα μπορούσε να μπει στην καρδιά σου – εκείνη που πάλλεται και σου χαρίζει τη ζωή σου – και να την ξεριζώσει. Ή απλά θα άφηνε τον επίδεσμο μέσα σου και θα περίμενε να αποφασίσεις, μόνος κι αβοήθητος, ποια πληγή πρέπει να κλείσει. Είτε να έκανε λάθος – το χέρι δεν είναι θεός – και να κάλυπτε όχι την πληγή αλλά την πνοή της ζωής σου.

Κάθισα και σκέφτηκα, γιατί αυτό ξέρω να κάνω καλύτερα, γιατί σκέφτομαι. Δεν έχει νόημα να σκέφτομαι αν παράγω ζιζάνια της νόησης. Τροχοπέδες της διάνοιας. Κάθισα και σκέφτηκα πως ό,τι κάνω είναι ανούσιο, μάταιο. Και μετά ξανασκέφτηκα, γιατί αυτό ξέρω να κάνω κάλλιστα, ότι κάπου εδώ είναι κρυμμένη κι ολοφάνερη η ομορφιά. Η ομορφιά όχι η αλήθεια. Με την αλήθεια δε λυτρώνεσαι, απλά ηρεμείς. Με την ομορφιά όμως…δε θέλω να την αναλύσω θ’ ασχημύνει.

Κατάλαβα γιατί σιχαινόμουν παλιότερα τις ερωτικές ιστορίες – όχι τις τσόντες, τις άλλες τις δακρύβρεχτες. Ήταν, μάλλον, γιατί τρόμαζα στην ιδέα του να με ελέγχει κάποιος συναισθηματικά. Συνειδητοποίησα γιατί κάποτε δεν τρόμαζα με ιστορίες τρόμου. Δεν ήξερα πώς να βιώσω το συναίσθημα, πώς να αναριγήσω από φόβο. Δε δειλιάζω στο θάνατο, δεν τρέμω στη ζωή. Αυτό δε με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Με κάνει άνθρωπο.

Κάθισα και σκέφτηκα ότι δε σε χρειάζομαι, ούτε και κανέναν άλλο. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα όταν βρίσκομαι κοντά σου. Δε σ’ έχω ανάγκη δίπλα μου, αλλά θα ‘θελα να περπατάμε χέρι-χέρι όσο αισθανόμαστε ακόμη.

Την τελευταία φορά που μου μίλησες για τον πόνο σου δεν αισθάνθηκα περισσότερη αγάπη για σένα. Αγάπησα όμως τον εαυτό μου, και γι αυτό σ’ ευχαριστώ. Όχι γιατί μου άνοιξες τα μάτια, αλλά γιατί όταν σου γύρισα την πλάτη αναγκάστηκα να κοιτάξω εμένα. Όταν θα σε κοιτάζω θα σκέφτομαι πάντα εμένα. Όταν θα με κοιτάζω μπορεί να σκέφτομαι κι εσένα.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 24, 2006

Καταλήγει κάπου το ταξίδι (μέρος 3ο);

Λοιπόν, οι μέρες κυλούσαν όμορφα με εναλλαγές έντασης και ηρεμίας. Ως υπερασπιστής της ισορροπίας δεν μπορούσα παρά να εκτιμήσει αυτές τις αντιθέσεις. 14 Αυγούστου φεύγουν η Νανσούλα κι ο Ανέξανδρος - που στη γαλλική το κόμπιασμά του ακούγεται πολύ πιο όμορφο - παρέα και απομένουμε εγώ κι η Μαριλού. Είχαμε ένα σχετικό σχέδιο: θα πηγαίναμε Νάξο στις 15, στις 16 θα συνατούσαμε εκεί τον Κωστάκη και όλοι μαζί θα φεύγαμε για Κουφονήσι(μικρό), Ηρακλειά, Σχινούσα, Δονούσα...όπου τέλος των πάντων μας ερχόταν η έμπνευση να πάμε. Τη μέρα που θα φεύγαμε από Αμοργό διασκεδάζαμε υπερβολικά. Σε σημείο να μη θέλουμε να φύγουμε απ'το νησί και να'μαστε έτοιμες ν'αλλάξουμε τα εισιτήριά μας. Έλα όμως που εγώ δεν είχα πάει στο καινούριο μου μέρος για το καλοκαίρι του 2006. Σημείωση: πάντα θέλω να βλέπω κι ένα καινούριο μέρος. Αμοργό είχα πάει και πέρυσι.Η Μαίρη-Λου όμως είχε πάει Σαντορίνη, οπότε δεν είχε πρόβλημα. Είχε και παρεξηγημένη τη Νάξο...Ας μην πολυλογώ, η ζυγαριά έγερνε κι απ'τις δύο πλευρές και δεν έλεγε ν'αποκατασταθεί η ηρεμία της. Καθώς έχει φτάσει βράδυ πια και με το ούζο και τη συζήτηση να έχουν "αλαφρύνει" το κεφάλι μας, σηκωνόμαστε μες στην τρελλή ενέργεια, τρέχουμε στο camping, συμμαζεύουμε σκηνές και μπογαλάκια στα σκοτάδια (εγώ να κουτουλάω σα μπεκρής στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά) και τρέχουμε να αποχαιρετήσουμε τα παιδιά και να προλάβουμε το λεωφορείο από Αιγιάλη στα Κατάπολα.

Πολύ σύντομα για τα γούστα μας (νυστάζαμε απίστευτα) φτάσαμε πρωί-πρωί στην όμορφη Νάξο. "Ωραία", λέμε, "και τώρα, τι;". Οι κλασσικοί ντόπιοι τυπάδες έτοιμοι ν'αρπάξουν κάθε ανυποψίαστο τουρίστα, μας κουνάνε ταμπελίτσες για το camping ή το ξενοδοχείο στο οποίο εργάζονταν. Είχαμε ακούσει για Αγία Άννα εμείς, και αυθαίρετα υποθέσαμε ότι έτσι θα λέγανε και το camping που μας πρότειναν. Αφού καταλάβαμε το λάθος μας, αφήσαμε την Τύχη ν'αποφασίσει και μπήκαμε στο βανάκι του τρόμου εν ονόματει "Πλάκα". Η θεά-τύχη μας αντάμοιψε: καθαρό, ήσυχο, με πολλές θέσεις υπό σκιάν κλπ. Πανάκριβο βέβαια αλλά τι να κάνεις; Ξεραθήκαμε στον ύπνο!

Ξυπνήσαμε, πήγαμε για μια γρήγορη βουτιά - όπου ανακαλύψαμε την προέλευση του ονόματος της περιοχής - και μετά για γνωριμία με το κέντρο της νήσου. Φώτα παντού, κόσμος να ξεχύνεται από κάθε στροφή και τα δύο κοπελούδια μες στην τρελλή χαρά που η απόφασή τους φαινόταν ν'αποδίδει καρπούς. Στρίβαμε τυχαία σε κάθε γωνιά, περιεργαζόμασταν μαγαζάκια (τουριστικά και άλλα) στο διάβα μας και για κάποιο λόγο το χαμόγελο δεν έλεγε ν'αφήσει τα χείλη μας. Μια - ή και δυο - ανηφοριές μας οδήγησαν κατά τύχη στο κάστρο. Κάθε στροφή και μια νέα περιπέτεια στο μυαλό μας, καθώς είχαμε συντροφιά τον παιδαριώδη ενθουσιασμό μας. Κάτω από στοές, ακολουθώντας το λιγοστό τεχνητό φως αλλά πάντα με οδηγό το φυσικό φως της σελήνης, γνωριστήκαμε με κάθε πέτρα του ένδοξου παρελθόντος, με κάθε χάλασμα των μισογκρεμισμένων (ή μισοκτισμένων, όπως προτιμάτε) κτισμάτων. Συστηθήκαμε με τα σκαριφήματα των βενετσιάνων τεχνουργών, είπαμε φανταστικές και χαζές ιστορίες. Αυτό που ήθελα όμως να κάνω, σαν πεντάχρονο που είμαι κατά βάθος, ήταν να χτυπήσω αυτά τα περίτεχνα χερούλια που υπήρχαν σε κάθε πόρτα. Η Μαίρη-Λου μ'επανέφερε στην τάξη, αλλά μ'άφησε να βγάλω το άχτι μου στη θύρα της αρχαιολογικής εφορίας όπου δε θα ενοχλούσα κανέναν.

Αποκαμωμένες αλλά πάντα ενθουσιώδεις, καταλήγουμε σ'ένα ροκάδικο. Πριν μπούμε, έπαιζε συνέχεια alternative. Όταν μπήκαμε το γύρισε σε κλασική ροκ. Γκαντεμιά; Με κυκλωτικές κινήσεις μάς την έπεσαν δύο δεκαεπτάχρονα. Κι ας επέμεναν αυτοί ότι είναι 19 και 19,5. Γλύκα, δε λέω, αλλά το ένα φορούσε και σιδεράκια! Έλεος! Ευχάριστα περάσαμε πάντως, ακόμα κι όταν μας θύμωσαν που μας είδαν σε άλλο μπαράκι αργότερα:))

Νάνι γρήγορα(στις 6 το πρωί), γιατί αύριο είναι μια καινούρια μέρα γεμάτη συγκινήσεις! Περιμέναμε τον Κώστα και το Μίλτο - τον οποίο απίστευτο άνθρωπο δεν είχα γνωρίσει εγώ ακόμα.

Ναι, ναι, συνεχίζεται...

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 13, 2006

Εξώφυλλο ανοιχτό και ταξίδι ονειρικό (μέρος 2ο)

Παιχνίδια με λέξεις και μπύρες στο χέρι, μπορούν να μετατρέψουν ένα καταστροφικό ταξίδι σε ανεκτό. Ποτέ δε μου άρεσαν αυτά τα "καταμαράν". Έχουν αεροπορικές θέσεις, κουνάνε πολύ, δεν έχουν σαλονάκι και δεν υπάρχουν τέσσερις θέσεις μαζί (ε, τι να κάνουμε τέσσερις ήμαστε όχι τρεις). Τα μόνα εξώφυλλα που ανοίγουν ανήκουν σε σταυρόλεξο - μπλιαχ! - και στο βιβλίο αρχαιολογίας της μιας "παράλυτης". Κάνω ανάγνωση και, εκτός απ' την αρχαιολόγο μας, μαθαίνουμε κι εγώ και όσοι δύσμοιροι συνταξιδιώτες βρίσκονταν αρκετά κοντά μου.

Παρέα με τον πρωινό καφέ ανοίγουν και τα βιβλία. Είναι ακόμα περίοδος προσαρμογής και συντονισμού στις διακοπές. Ανοίγω τη φάρμα και βυθίζομαι, καθώς η Μαίρη-Λου ανοίγει το Στοίχημα της Φλάνδρας. Διάλειμμα για ουίστ (ένα αγγλικό παιχνίδι με τράπουλα). Συναγωνίζομαι την Kallia_kouda.gr για την τελευταία θέση καθώς η Νηρηίδα βγαίνει πρώτη και με διαφορά.

Για κάποιο περίεργο λόγο όλοι ενθουσιάζονται που διαβάζω τη Φάρμα των Ζώων αλλά με επιπλήττουν κιόλας που δεν το είχα κάνει πιο παλιά. Μα, το διαβάζω, πού το πρόβλημα; Κι η Κάλλια διαβάζει κάτι, δε θυμάμαι όμως τι. Οι μέρες περνούν κι έχω αρχίσει να βαριέμαι το βιβλίο μου. Φταίει, βέβαια, και το γεγονός ότι διασκεδάζω απίστευτα και δεν έχω το χρόνο και τη διάθεση ν' ασχοληθώ διεξοδικά μαζί του. Αλλά, η μετάφραση είναι χάλια. Πέρα από τα ονόματα που ακούγονται αστεία - Χιονόμπαλας και Τσιριχτούλης (που αργότερα προάγεται σε Τσιρίδα) - αθλιότητα! Είναι όμως ιστορία με ζωάκια, συμβολική, και βαθιά πολιτική: πρέπει να το συνεχίσω, μόνη μου το επέλεξα άλλωστε.

Η Μαριλένα μοιάζει σα να μελετάει βιβλίο σχολικό, εφόσον επιστρέφει σε προηγούμενες σελίδες για αναφορά και για να ανακαλύψει το δολοφόνο. Ατάκες του τύπου "Το γεράκι της Φλάνδρας", "Το στοίχημα της Μάλτας", "Κόρτο Φλανδρέζε" κλπ δίνουν και παίρνουν. Κάπου εδώ θα'πρεπε να αναφέρω ότι την Κάλλια αντικατέστησε ο Ανέστης-Αλέξανδρος-Ανέξανδρος-Άιφελ και οι διακοπές συνεχίζονται.

Και δε θα υπάρξει συνέχεια γιατί δε μ'αρέσουν αυτά που γράφω

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2006

Εξώφυλλο ανοιχτό και ταξίδι ονειρικό(μέρος 1ο)

Προσπαθώ να ησυχάσω την καρδιά μου μετά το σοκ της κουβέρτας και της γαμισομηχανής. Βρίσκομαι στην Αθήνα μετά από ένα μήνα ομηρικής κατάστασης στην αποπνικτική Λάρισα. Κοιτάζω το βιβλίο (βλ. δύο posts παρακάτω) και δεν ξέρω ακόμα πώς νοιώθω. Το παθαίνω συχνά, να μην μπορώ ν'αποφασίσω τι αισθάνομαι. Ξαναδιαβάζω την τελευταία φράση: τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου; Ερώτηση παγίδα. Εδώ δεν ξέρω τι θα'κανα εγώ στη δική μου..
Σαββατοκύριακο στον Ωρωπό, προδόρπιο διακοπών. Ανοίγω το ΔΙΑΒΑΖΩ και τσεκάρω τις τελευταίες κυκλοφορίες, τα νέα της λογοτεχνικής σκηνής (αλήθεια, μπορώ να το πω αυτό;). Αφιέρωμα στα ταξιδιάρικα βιβλία. Ταιριαστό.
Δευτέρα μεσημέρι, αναμένοντας τις κοπέλες στο λιμάνι. Έχω πάρει αρκετά βιβλιαράκια μαζί μου: Η φάρμα των ζώων, Η Γεροντοκόρη, 2001 Οδύσσεια, Βίοι Αγίων-Γώργος Ιωάννου, Το Ταχυδρομείο, το ΔΙΑΒΑΖΩ και ένα καινούριο τετραδιάκι προς συγγραφή. Βγάζω τη φάρμα από το σάκο και περιεργάζομαι το εξώφυλλο. Δε μου αρέσει πολύ. Η έκδοση είναι πολύ παλιά, το μέγεθος όχι και τόσο ικανοποιητικό. Δεν τ'ανοίγω, μόνο βάζω τ'ακουστικά κι κουνάω ρυθμικά το πόδι συναρτήσει των Placebo (α ρε Brian!). Ένα σκυλάκι με γυροφέρνει αλλά δεν πλησιάζει να το χαιδέψω. Ίσως κόλλησε ανθρώπινη αποστασιοποίηση και αντικοινωνικότητα. Τρομερό μικρόβιο!
Καταφθάνουν οι φίλες μου - ζηλεύω τον καφέ τους, ο δικός μου ήταν μάπα - και το κέφι έχει τρυπώσει κι έχει χαραχτεί ήδη πάνω μας. Μια Ιταλίδα θέλει ν'ανέβει στο πλοίο, χωρίς εισιτήριο αλλά ξέρει που πάει. Δεν ξέρω τι της είπαμε. Ανεβαίνουμε στο superjet (ειρωνεία το όνομα): μία με δισκοπάθεια, μία αναρρώνει από εγχείρηση, οι άλλες δύο σιδερένιες και ακμαίες. Τέσσερις κοπέλες προασπαθούν να ξεφύγουν και να χαλαρώσουν. Το υπερπλεούμενό μας παίρνει μπρος κι οι διακοπές μας ξεκινούν..
Συνεχίζεται