Όταν μου μίλησες για πρώτη φορά για τον πόνο σου, ήθελα να κλείσω τα αυτιά μου. Ήθελα να σε φιμώσω, να σε κάνω να το βουλώσεις. Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να γλιτώσω από τις αλήθειες σου, ήθελα να σε πονέσω, να σου κάνω κακό. Πώς γίνεται να μιλάς τόσο ανοιχτά για τα βιώματά σου, για τις εμπειρίες σου; Πώς είναι δυνατόν να μου εμπιστεύεσαι τόσο προσωπικά δεδομένα της ζωής σου; Πώς ήξερες ότι θα τα κρατούσα για μένα, ότι δε θα τα μοιραζόμουν, ότι δε θα κουτσομπόλευα πίσω απ’ την πλάτη σου τα όσα μου διηγήθηκες; Είπα: «τέτοια τυφλή εμπιστοσύνη; Δεν μπορεί, κάποιο λάκκο έχει η φάβα» ή «τέτοια αθωότητα!» ή «πρέπει να είμαι πολύ γαμάτος άνθρωπος τελικά».
Πολύ αργότερα, κατάλαβα ότι δεν εμπιστευόσουν εμένα αλλά τον εαυτό σου. Δε σε πείραζε να ανοιχτείς γιατί δε φοβόσουν να πληγωθείς. Ήθελες να μοιραστώ τα όσα έμαθα από σένα με άλλους, φίλους και εχθρούς. Με χρησιμοποίησες, και εμένα αλλά και όποιον είχε την α-τυχία να σε γνωρίσει, ως κοινωνούς της διδαχής σου. Τι εγωισμός, ω λόρδε, να πιστεύεις ότι μπορείς να διδάξεις; Ήταν όμως εγωισμός ή αυτεπίγνωση; Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω; Έχεις αγγίξει την τελειότητα; Όχι, ούτε καν την ακούμπησες. Αλλά ούτε σ’ ενδιέφερε και ποτέ.
Ίσως η τελειότητα να μην υπάρχει ή να μην αξίζει. Ίσως να είναι αδυναμία κι όχι δύναμη. Ίσως πάλι ποτέ να μη σκέφτηκες τα όσα σκέφτηκα και απλά να τρελαίνομαι. Ίσως αυτό που χρειαζόσουν να ήταν κάτι χειροπιαστό: όπως ένας επίδεσμος που τον κρατάει ένα χέρι λυτρωτικό. Αυτό το ίδιο χέρι που θα μπορούσε να μπει στην καρδιά σου – εκείνη που πάλλεται και σου χαρίζει τη ζωή σου – και να την ξεριζώσει. Ή απλά θα άφηνε τον επίδεσμο μέσα σου και θα περίμενε να αποφασίσεις, μόνος κι αβοήθητος, ποια πληγή πρέπει να κλείσει. Είτε να έκανε λάθος – το χέρι δεν είναι θεός – και να κάλυπτε όχι την πληγή αλλά την πνοή της ζωής σου.
Κάθισα και σκέφτηκα, γιατί αυτό ξέρω να κάνω καλύτερα, γιατί σκέφτομαι. Δεν έχει νόημα να σκέφτομαι αν παράγω ζιζάνια της νόησης. Τροχοπέδες της διάνοιας. Κάθισα και σκέφτηκα πως ό,τι κάνω είναι ανούσιο, μάταιο. Και μετά ξανασκέφτηκα, γιατί αυτό ξέρω να κάνω κάλλιστα, ότι κάπου εδώ είναι κρυμμένη κι ολοφάνερη η ομορφιά. Η ομορφιά όχι η αλήθεια. Με την αλήθεια δε λυτρώνεσαι, απλά ηρεμείς. Με την ομορφιά όμως…δε θέλω να την αναλύσω θ’ ασχημύνει.
Κατάλαβα γιατί σιχαινόμουν παλιότερα τις ερωτικές ιστορίες – όχι τις τσόντες, τις άλλες τις δακρύβρεχτες. Ήταν, μάλλον, γιατί τρόμαζα στην ιδέα του να με ελέγχει κάποιος συναισθηματικά. Συνειδητοποίησα γιατί κάποτε δεν τρόμαζα με ιστορίες τρόμου. Δεν ήξερα πώς να βιώσω το συναίσθημα, πώς να αναριγήσω από φόβο. Δε δειλιάζω στο θάνατο, δεν τρέμω στη ζωή. Αυτό δε με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Με κάνει άνθρωπο.
Κάθισα και σκέφτηκα ότι δε σε χρειάζομαι, ούτε και κανέναν άλλο. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα όταν βρίσκομαι κοντά σου. Δε σ’ έχω ανάγκη δίπλα μου, αλλά θα ‘θελα να περπατάμε χέρι-χέρι όσο αισθανόμαστε ακόμη.
Την τελευταία φορά που μου μίλησες για τον πόνο σου δεν αισθάνθηκα περισσότερη αγάπη για σένα. Αγάπησα όμως τον εαυτό μου, και γι αυτό σ’ ευχαριστώ. Όχι γιατί μου άνοιξες τα μάτια, αλλά γιατί όταν σου γύρισα την πλάτη αναγκάστηκα να κοιτάξω εμένα. Όταν θα σε κοιτάζω θα σκέφτομαι πάντα εμένα. Όταν θα με κοιτάζω μπορεί να σκέφτομαι κι εσένα.
Ίσως η τελειότητα να μην υπάρχει ή να μην αξίζει. Ίσως να είναι αδυναμία κι όχι δύναμη. Ίσως πάλι ποτέ να μη σκέφτηκες τα όσα σκέφτηκα και απλά να τρελαίνομαι. Ίσως αυτό που χρειαζόσουν να ήταν κάτι χειροπιαστό: όπως ένας επίδεσμος που τον κρατάει ένα χέρι λυτρωτικό. Αυτό το ίδιο χέρι που θα μπορούσε να μπει στην καρδιά σου – εκείνη που πάλλεται και σου χαρίζει τη ζωή σου – και να την ξεριζώσει. Ή απλά θα άφηνε τον επίδεσμο μέσα σου και θα περίμενε να αποφασίσεις, μόνος κι αβοήθητος, ποια πληγή πρέπει να κλείσει. Είτε να έκανε λάθος – το χέρι δεν είναι θεός – και να κάλυπτε όχι την πληγή αλλά την πνοή της ζωής σου.
Κάθισα και σκέφτηκα, γιατί αυτό ξέρω να κάνω καλύτερα, γιατί σκέφτομαι. Δεν έχει νόημα να σκέφτομαι αν παράγω ζιζάνια της νόησης. Τροχοπέδες της διάνοιας. Κάθισα και σκέφτηκα πως ό,τι κάνω είναι ανούσιο, μάταιο. Και μετά ξανασκέφτηκα, γιατί αυτό ξέρω να κάνω κάλλιστα, ότι κάπου εδώ είναι κρυμμένη κι ολοφάνερη η ομορφιά. Η ομορφιά όχι η αλήθεια. Με την αλήθεια δε λυτρώνεσαι, απλά ηρεμείς. Με την ομορφιά όμως…δε θέλω να την αναλύσω θ’ ασχημύνει.
Κατάλαβα γιατί σιχαινόμουν παλιότερα τις ερωτικές ιστορίες – όχι τις τσόντες, τις άλλες τις δακρύβρεχτες. Ήταν, μάλλον, γιατί τρόμαζα στην ιδέα του να με ελέγχει κάποιος συναισθηματικά. Συνειδητοποίησα γιατί κάποτε δεν τρόμαζα με ιστορίες τρόμου. Δεν ήξερα πώς να βιώσω το συναίσθημα, πώς να αναριγήσω από φόβο. Δε δειλιάζω στο θάνατο, δεν τρέμω στη ζωή. Αυτό δε με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Με κάνει άνθρωπο.
Κάθισα και σκέφτηκα ότι δε σε χρειάζομαι, ούτε και κανέναν άλλο. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα όταν βρίσκομαι κοντά σου. Δε σ’ έχω ανάγκη δίπλα μου, αλλά θα ‘θελα να περπατάμε χέρι-χέρι όσο αισθανόμαστε ακόμη.
Την τελευταία φορά που μου μίλησες για τον πόνο σου δεν αισθάνθηκα περισσότερη αγάπη για σένα. Αγάπησα όμως τον εαυτό μου, και γι αυτό σ’ ευχαριστώ. Όχι γιατί μου άνοιξες τα μάτια, αλλά γιατί όταν σου γύρισα την πλάτη αναγκάστηκα να κοιτάξω εμένα. Όταν θα σε κοιτάζω θα σκέφτομαι πάντα εμένα. Όταν θα με κοιτάζω μπορεί να σκέφτομαι κι εσένα.