Πέμπτη, Φεβρουαρίου 22, 2007
5 πράγματα που δε θέλετε να μάθετε για μένα
1. Σιχαίνομαι αυτού του είδους τις λίστες. Την τελευταία φορά που το έκανα ήταν σε ψυχολόγο. Δεν την τέλειωσα ποτέ τη λίστα και κατά συνέπεια δεν ξαναπήγα κιόλας!
2. Τα καλοκαίρια παθαίνω μετάλλαξη. Άλλος άνθρωπος! Υπερβολικά δραστήρια, πάντα χαρούμενη, κοιμάμαι λίγο, πίνω πολύ. Σε αντίθεση με το χειμώνα που πέφτω σε χειμερία νάρκη. Εξαίρεση αποτελεί ο φετινός.
3. Ονειρεύομαι συνέχεια! Στον ύπνο μου, στον ξύπνιο μου και στο μεσοδιάστημα. Από τα πιο απλά (όπως το τι θα κάνω το καλοκαίρι) μέχρι τα πιο σύνθετα (όπως να εκδώσω κάποτε δικό μου βιβλίο). Και τα παίζω στο μυαλό μου σαν ταινίες. Τα πιο αγαπημένα έχουν και δεύτερες, και τρίτες, και τέταρτες....και ν προβολές.
4. Αγαπημένο μου σημείο σ'ένα σπίτι είναι η κουζίνα. Όχι γιατί μ'αρέσει να μαγειρεύω (μη λέμε χαζομάρες) αλλά γιατί έχω πολύ γλυκές αναμνήσεις απ' την κουζίνα της μαμάς μου. Απολαμβάνω ιδιαίτερα να πίνω ελληνικό καφέ μαζί της, με τις φίλες της και την αδερφή μου εκεί.
5. Λατρεύω τα χαλάσματα. Τα παλιά εγκαταλελειμένα σπίτια, γιατί πάντα νόμιζα ότι έκρυβαν θησαυρούς.
Αυτά! Και δίνω πάσα με τη σειρά μου στους:
Aleister
Wingless Angel
Mephisto
Trillian
Sephiroth
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2007
Γυάλα
«Πάω σπίτι μου..» είπε εκείνος.
«Ναι…» είπε εκείνη μουδιασμένα.
«Έλα μαζί μου!»
Η κοπέλα φάνηκε να το σκέφτεται. Ήθελε να είχε τη δύναμη να του πει όχι. Δεν την είχε, και δεν είπε τίποτα. Γύρισε και κοίταξε την παρέα της που στεκόταν λίγο παραπέρα.
«Θα σε περιμένω στην επόμενη γωνία» έκανε μεταβολή κι έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση.
Εκείνη στάθηκε για λίγο ακίνητη, μπαίνοντας στον πειρασμό να τον αφήσει να περιμένει. Αφού καληνύχτισε τους φίλους της, ακολούθησε την πορεία του. Εκείνος περίμενε στην επόμενη γωνία μιλώντας στο κινητό του. Μόλις την είδε, καληνύχτισε το συνομιλητή του και το έκλεισε. Την αγκάλιασε απ’ τους ώμους κι άρχισαν να περπατάνε.
«Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για χθες» είπε η κοπέλα ύστερα από μια μεγάλη παύση.
«Μη το σκέφτεσαι. Λογικό μου φαίνεται που αντέδρασες έτσι.» Της χαμογέλασε καθησυχαστικά.
«Ξέρεις.. συνήθως δε συμπεριφέρομαι έτσι. Δεν ξέρω τι μου συνέβη.»
«Είχες πιει. Δεν είναι τίποτα. Ας μη το συζητάμε άλλο.»
Με τη συζήτηση έφτασαν σπίτι του. Η κοπέλα προχώρησε πρώτη, διστακτικά, και σταμάτησε έξω απ’ την κουζίνα.
«Θέλω νερό.»
«Το σπίτι μου είναι και δικό σου» της είπε και με μια χειρονομία της έδειξε τα ντουλάπια.
Εκείνη έβαλε νερό και ένιωσε τα χέρια του ν’ αγγίζουν τον κώλο της. Γύρισε, του χαμογέλασε και πήγε στο δωμάτιο. Την ακολούθησε. Εκείνη έβγαλε το παλτό της κι άρχισε να περιεργάζεται το δωμάτιο. Είχε ξανάρθει, αλλά αισθανόταν αμηχανία. Ήξερε γιατί την είχε καλέσει, και γιατί η ίδια είχε δεχθεί. Στάθηκε μπροστά απ’ το ενυδρείο. Δε της άρεσαν τα ψάρια.
Εκείνος κάθισε στην περιστρεφόμενη καρέκλα του και την τοποθέτησε ακριβώς πίσω της. Τα χέρια του άρχισαν να χαϊδεύουν τις γάμπες της, ν' ανεβαίνουν αργά-αργά και ν’ ανασηκώνουν το κοντό μαύρο φορεματάκι της. Σιγά-σιγά, με απαλές ρυθμικές κινήσεις τής το έβγαλε. Την αγκάλιασε και την έβαλε να καθίσει πάνω του. Τώρα τα χέρια του γλίστρησαν στο στήθος της, το απελευθέρωσε απ’ το καταπιεστικό σουτιέν και συνέχισαν να τη χαϊδεύουν καθώς η γλώσσα του ασχολούταν με το λαιμό της.
Εκείνη δεν είχε αντιδράσει ακόμα. Το σώμα της ανταποκρινόταν, φυσικά, αλλά το μυαλό της δεν είχε παραδοθεί ακόμα. Το προηγούμενο βράδυ της είχε πει ότι πήγε με άλλη. Του έκανε σκηνή, της έκανε σκηνή, μιλήσανε και δε βγάλανε άκρη. Τώρα, δεν ήξερε πώς να φερθεί, τι να σκεφθεί. Δεν μπορούσε να του κρατήσει κακία, δεν είχαν σχέση. Κι όμως…
Βγήκε απότομα από τις σκέψεις της, καθώς τα χέρια του είχαν προχωρήσει προς τα κάτω και είχαν βρει στόχο. Δεν είχε πια καιρό να σκεφτεί. Αν δεν παραδινόταν σύντομα, δε θα το ευχαριστιόταν. Η μέση της έσπασε προς τα πίσω σχηματίζοντας τόξο, τα χείλη της ρούφηξαν το λαιμό του καθώς το ένα της χέρι βυθιζόταν στα μαλλιά του ενώ το άλλο πίεζε το δικό του πάνω στο στήθος της. Σύντομα ξέχασε τα πάντα.
Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την έβαλε στο κρεβάτι. Αφού της έβγαλε τον υπόλοιπο ρουχισμό, άρχισε να τη γλύφει παντού. Και βέβαια, κατασκήνωσε στην κλειτορίδα της. Ήθελε να του εξηγήσει μερικά πράγματα για τη γυναικεία ανατομία αλλά αποφάσισε να μην πει τίποτα. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να απολαύσει την πράξη, αλλά το μυαλό της δεν την υπάκουε. Θυμόταν μόνο να βγάζει μικρές κραυγές ψεύτικης ηδονής, και προοδευτικά να τις αλλάζει για να καταλάβει κι εκείνος ότι ήταν έτοιμη να προχωρήσει. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης εκείνη υποκρινόταν ενώ ταυτόχρονα ανυπομονούσε να τελειώσει.
Ύστερα από αρκετή ώρα, που της φάνηκε αιωνιότητα, εκείνος έπεσε πάνω της βαριανασαίνοντας. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε τρυφερά στο στόμα.
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007
Τίτλοι Τέλους
Ένας πιερότος μού ανοίγει την πόρτα μιας ισπανικής pub. Ο πιερότος δεν είναι σαν τον αρλεκίνο. Ο αρλεκίνος είναι ο κρυφός μου πόθος. Το αρσενικό υπέροχο πλάσμα με τα θηλυπρεπή χαρακτηριστικά. Έχει παιχνιδιάρικο βλέμμα, σαρκαστικό χαμόγελο, χρυσές τούφες για μαλλιά, μάτια από κάρβουνο. Φοράει πάντα λευκά. Λευκό υφασμάτινο παντελόνι σε αράβικο στυλ, μαύρες μπαρέτες, λευκό πουκάμισο με μεγάλα μαύρα κουμπιά, λευκό σκουφί. Λικνίζεται σε ρυθμούς 80'ς με τη disco-ball να φωτίζει και να χρωματίζει το πάλλευκο δέρμα του.
Ο πιερότος περιμένει. Κρατάει την πόρτα και περιμένει να ξεμαγευτώ από τα τσαλίμια του αρλεκίνου. Παρατηρώ τον πιερότο τώρα. Εκείνος έχει άγρια, αρρενωπά χαρακτηριστικά: γαμψή σεξουαλική μύτη, εκφραστικές ρυτίδες, γκριζαρισμένα μαύρα μαλλιά, μάτια κουρασμένα απ' τη σκέψη. Ευθυτενής κι αγέρωχος, στέκεται πάντα φρουρός της εισόδου φορώντας κόκκινη στολή. Το κόκκινο τονίζει το μελαχρινό του δέρμα.
Μπαίνω μέσα και κοιτάζω τον κόσμο. Όλοι τους μοιάζουν με φαντάσματα. Στοιχειά που ήρθαν απ' τον άλλο κόσμο για να πάρουν μια γεύση ζωντάνιας. Η καρδιά χτυπάει δυνατά, γρήγορα, κοφτά. Αρχίζω να ιδρώνω απ' το κρύο που απλώνεται ολόγυρά μου. Λευκό και κόκκινο. Πάγος και φλόγα. Καίνε το ίδιο. Πονάνε το ίδιο.
Γυρίζω το κεφάλι μου, βλέπω τις φίλες μου. Χαμογελώ. Δεν τις πείθω. Είναι που δεν έχουν δει ούτε τον αρλεκίνο μου ούτε τον πιερότο μου. Είναι απασχολημένες με τα στοιχειά γύρω μας. Όταν ξεχυλίζω από συναισθήματα χάνω την ορθογραφία μου. Και τη στίξη μου. και τον οιρμό μου.
Χορεύω, δεν ξέρω τι. Δεν ακούω τη μουσική, μόνο νοιώθω το ρυθμό της να με ωθεί να κουνηθώ. Δεν ξέρω πώς τελειώνουν τα παραμύθια, παρόλο που τα παρακολουθώ χρόνια. Κάθε φορά που πέφτουν οι τίτλοι τέλους ξέρεις ότι υπάρχει μια σκηνή που δεν έχει παιχτεί. Κάθε που βλέπεις "συνεχίζεται" ξέρεις ότι έχει τελειώσει οριστικά.
Ο αρλεκίνος μου είμαι εγώ. Ο πρώτος όροφος. Ο πιερότος μου είμαι εγώ. Ο δεύτερος όροφος. Οι φίλες μου είμαι εγώ. Τα συναισθήματα, οι ελπίδες, οι φοβίες, οι στεναχώριες, οι χαρές τους. Όλα γυρίζουν, στροβιλίζονται, θολώνουν, πνίγονται. Κι εγώ στη μεση. πάντα στη μέση χορεύοντας και μεθώντας. Δεν υπάρχει διαφυγή.